-
1 προσαγωγής
προσαγωγεύςintroducer: masc nom plπροσαγωγεύςintroducer: masc nom /voc plπροσαγωγήbringing to: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 προσαγωγῆς
προσαγωγεύςintroducer: masc nom plπροσαγωγεύςintroducer: masc nom /voc plπροσαγωγήbringing to: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 προσαγωγη
ἥ1) приближение, доставка, придвигание(τῶν μηχανημάτων Polyb.)
πρὸς τέν τῆς τροφῆς προσαγωγήν Arst. — для того, чтобы подносить пищу (ко рту);ὑψηλὸς ἐκ προσαγωγῆς Arst. — постепенно поднимающийся вверх;ἐκ προσαγωγῆς καὴ κατὰ μικρὸν Arst. — с большой постепенностью2) представление (кого-л. кому-л.), прием3) культ. шествие, процессия (к храму)(πομπαὴ καὴ προσαγωγαί Her.)
4) доступ, возможность(οἳ μάχεσθαι βουλομένῳ προσαγωγέν διδόναι Plut.; προσαγωγέν ἔχειν εἴς τι и ἔν τινι NT.)
5) привлечение, приобретение(ξυμμάχων Thuc.)
ἐκ προσαγωγῆς φίλος Dem. — привлеченный, т.е. случайный друг6) место захода, стоянка(π. νεῶν Polyb.)
-
4 προσαγωγή
η1) приведение, введение; 2) перен. приведение, представление (доказательств и т. п.); 3) юр. привлечение;ένταλμα βιαίας προσαγωγής — привод;
§ εκ προσαγωγης — постепенно
-
5 έντάλμα
-
6 πρόβασις
II advance,τὰς π. ποιεῖσθαι Str.7.1.5
; progression of musical sounds, Iamb.VP26.120;π. τῶν χρόνων Sor.1.110
: pl.,π. τοῦ νοῦ Ph.1.595
.2 bodily growth, Sor.1.114, Gal.19.373.3 ἐκ προβάσεως, = ἐκ προσαγωγῆς, Maria ap.Zos.Alch.p.158 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόβασις
-
7 προσαγωγή
προσᾰγωγ-ή, ἡ,A bringing to, πρὸς τὴν τῆς τροφῆς π. for the purpose of bringing the food to the mouth, Arist.PA 687b26;οἰκοδόμῳ εἰς π. πλίνθου PCair.Zen.176.14
(iii B.C.).2 bringing up, μηχανημάτων, ὀργάνων, Plb.1.48.2 (pl.), 14.10.9(pl.); ποιεῖσθαι τὴν π., much like our phrase 'to make approaches', Id.9.41.1.3 a bringing over, acquisition,ξυμμάχων Th.1.82
; ἐκ π. φίλος a friend under compulsion, D.23.174 (ἐκ προαγωγῆς Harp.
).II solemn approach, as at festivals or in supplication, Hdt.2.58(pl.).2 approach, access, introduction to a person, esp. to a king's presence, X.Cyr.7.5.45, cf. Ep.Rom.5.2, Ep.Eph.2.18, etc.3 π. νεῶν a place for ships to put in, Plb.10.1.6, cf. D.S.13.46, Plu.Aem.13.4 attack, Aen.Tact. 10.23(pl.).5 addition, of food, opp. ἀφαίρεσις, Hp.Insomn.89; by gradual additions, gradually,Id.
Acut.11, Thphr. HP3.10.5, etc.; opp. ἀθρόος, Arist.Pol. 1308b16; ἐκ π. καὶ κατὰ μικρόν ib. 1306b14, cf. 1315a13; opp. ἐξαίφνης, Id.Mete. 368a7; τόποι ὑψηλοὶ ἐκ π. rising gradually to a height, ib. 350b22.2 increase of rent, PTeb.72.449 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαγωγή
-
8 ἀθρόος
ἀθρόος, α, ον, (ος, ον D.19.228, Arist.PA 675b21, etc.), [full] ἁθρόος in Hom. acc. to Aristarch. ap. Sch.Ven.ll.14.38 and [dialect] Att.(also some times [full] ἅθρους, ουν, as Ar.Fr. 633, Hyp.Eux.33, D.27.35), poet.acc.pl.A ; dat. pl.ἁθροῖσιν Epigr.Gr.1034
26 ([place name] Callipolis):—but in later writers the spir. lenis prevailed: (ἀ- 11
, θρόος):—in crowds, heaps, or masses, crowded together, Hom. only in pl., as Il.2.439, al.;ἁθρόοι.. ἅπαντες Od.3.34
, etc.: sg. first in Pi.P.2.35; ἀθρόοι, of soldiers, in close order, Hdt.6.112, X.An.1.10.13, etc.; opp. ἀσύντακτοι, Id.Cyr.8.1.46; in column, ib.5.3.36; πολλαὶ κῶμαι ἁ. close together, Id.An.7.3.9.II together, in a body, ἁθρόα πάντ' ἀπέτεισε he paid for all at once, Od.1.43; ἁ. πόλις the citizens as a whole, opp. καθ' ἕκαστον, Th.2.60, cf. 1.141;ἁ. δύναμις Id.2.39
; ἁ. ἦν αὐτῷ τὸ στράτευμα was assembled, X.Cyr.3.3.22; τὸ ἁ. their assembled force, ib.4.2.20, cf. An.5.2.1; ἁθρόῳ στόματι with one voice, E.Ba. 725; ἁ. δάκρυ one flood of tears, Id.HF 489; ἁ. λόγος a flood of words, Pl.R. 344d; ἁθρόους κρίνειν to condemn all by a single vote, Id.Ap. 32b;πολλοὺς ἁ. ὑμῶν D.21.131
; ἄθρους ὤφθη was seen with all his forces, Plu. Them.12, cf. Id.Sull.12; ἁ. λεγόμενον used in a collective sense, opp. κατὰ μέρος, Pl.Tht. 182a; ἀθρόας γινομένης μεταβολῆς taking place all at once, Arist.Ph. 186a15; opp. ἐκ προσαγωγῆς, Id.Pol. 1308b16; κατήριπεν ἀ. he fell all at once, Theoc. 13.50, cf. 25.252; ἀθρόαι πέντε νύκτες five whole nights, PiP.4.130;κατάστασις ἀθρόα καὶ αἰσθητή Arist. Rh. 1369b34
; κάθαρσις ἀ., opp. κατ' ὀλίγον, Id.HA 582b7; καταπιεῖν ἅθρους τεμαχίτας at a gulp, Eub.9, cf. Plu.2.650c, etc.; ἀθρόον ἐκκαγχάζειν burst out laughing, Arist.EN 1150b11, cf. Hp.Ep.17.3 sudden, ἔφοδος Malch.p.412 D.; τῷ ἀ. μὴ καταπλαγῆναι Men.Prot.p.68 D.:— this sense may perh. be found in Plu. Them. l.c., Sull.l.c.III complete, overwhelming,ἀ. κακότης Pi.P. 2.35
; continuous, incessant, ; concentrated, of noise, D.H. Comp.22, etc.IV Adv. ἀθρόον all at once; in one payment,PPetr.
2p.27, cf. D. 27.35; generally,εἰρῆσθαι Aret. SA1.6
:—regul. Adv.ἀθρόως X.Smp.2.25
, Arist.HA 533b10, etc.; ἀ. λέγειν to speak collectively or generally, Aristid.Rh.2.547S.V [comp] Comp.ἁθροώτερος Th.6.34
, etc.;ἀθρουστέρα Phylotim.
ap.Ath.3.79b: [comp] Sup.ἀθρούστατος Plu.Caes.20
.
См. также в других словарях:
προσαγωγῆς — προσαγωγεύς introducer masc nom pl προσαγωγεύς introducer masc nom/voc pl προσαγωγή bringing to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
προσαγωγή — η, ΝΜΑ [προσάγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσάγω, προσκόμιση 2. το να οδηγείται κανείς ενώπιον κάποιου («προσαγωγή στον εισαγγελέα») 3. φρ. «εκ προσαγωγής» με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν νεοελλ. 1. ναυτ. ορτσάρισμα 2. φυσιολ. η κίνηση … Dictionary of Greek
въведениѥ — ВЪВЕДЕНИ|Ѥ (43), ˫А с. 1.Введение внутрь чего л.: Никъто же въноутрь... цр҃кве скотѩте какого оубо да не въведеть. развѣ не а||ще къто поутьмь шьствоу˫а... хлѣвиныи обитѣли не имыи въ таковѣи обитаѥть цр҃кви. не въведени˫а бо ради въноутрь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
πρωτολογία — ἡ, Α [πρωτολόγος]·1. το δικαίωμα κάποιου να μιλήσει πρώτος σε δικαστήριο 2. το δικαίωμα προσαγωγής συνηγόρου, ο οποίος έχει το δικαίωμα να μιλήσει πρώτος … Dictionary of Greek
υπαπαντή — Δεσποτική εορτή, που τελείται σαράντα μέρες από τη γέννηση του Χριστού, (στις 2 Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της υποδοχής του Ιησού στο ναό από το Συμεών, και του καθαρισμού της Θεοτόκου από τη λοχεία. Στη Δ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Υ. είναι… … Dictionary of Greek
Λουκάς Χρυσοβέργης — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1156 69). Διαδέχτηκε στο πατριαρχικό αξίωμα τον Κωνσταντίνο Δ’. Επρόκειτο για άρτια καταρτισμένο θεολόγο, καθώς και γνώστη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Εργάστηκε με ζήλο για την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του… … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek